- παρακρατητά
- Μεπίρρ. (ως τροπ.) με κράτημα από τα χέρια («παρακρατητὰ διὰ τῶν κήπων ἐξήλθεν αὐτὸς καὶ ἡ γυνή», Θεοφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακρατῶ + επιρρμ. κατάλ. -ά, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ.*παρακρατητός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.